- ανακουφίζω
- (Α ἀνακουφίζω)1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω2. σηκώνω, ανασηκώνωνεοελλ.Ι. ενεργ.1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω2. απαλλάσσω κάποιον από σωματικούς ή ψυχικούς πόνους, καταπραΰνωΙΙ. μέσ.1. απαλλάσσομαι από τα βάρη μου, ξαλαφρώνω2. αποπατώαρχ.1. αισθάνομαι ότι γίνομαι ελαφρότερος, αλαφρώνω2. αναπτερώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κουφίζω «αισθάνομαι ανακούφιση, ξαλάφρωμα».ΠΑΡ. ανακούφισις(-η), ανακούφισμανεοελλ.ανακουφισμός, ανακουφιστήριο, ανακουφιστής, ανακουφιστικός].
Dictionary of Greek. 2013.